Οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα πνευματικά τους καταφύγια και οι ζωές τους έγιναν λιγότερο εσωτερικές και πνευματικές, επειδή τώρα έχουν περισσότερα να κάνουν.

David Gelernter, καθηγητής πληροφορικής στο πανεπιστήμιο του Yale και επιστημονικά υπεύθυνος στη Mirror Worlds Technologies (New Haven).

Ζούμε σε μια εποχή, όπου κυριαρχούν οι γρήγοροι και έντονοι ρυθμοί ζωής, το ακατάπαυστο κυνήγι των υλικών αγαθών αλλά και οι απότομες αλλαγές. Οι παραδοσιακές αξίες, που αποτελούσαν συνεκτικό δεσμό έχουν αρχίζει να ξεθωριάζουν. Ο άνθρωπος μέσα σε αυτό το χαώδη κόσμο προσπαθεί πέρα από την εξασφάλιση των υλικών αγαθών, να διατηρήσει μια καλή σχέση όχι μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και με το περιβάλλον γύρω του. Εδώ χάνεται η ισορροπία και επαληθεύεται ο Galernter. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος στο σύγχρονο άτομο για επικοινωνία με τον εαυτό, για επαφή με τις επιθυμίες και τα συναισθήματα του, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Άραγε ο άνθρωπος που δε γνωρίζει τον εαυτό του, πώς θα μπορέσει να δημιουργήσει υγιείς και τροφοδοτικές σχέσεις με τους γύρω του; Πώς θα πάρει ικανοποίηση από την επαφή με το περιβάλλον του.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η εποχή που διανύουμε και η οικονομική κρίση επιτείνουν τα όποια συναισθήματα άγχους και ανασφάλειας και μας οδηγούν ακόμη πιο κοντά στη μελαγχολία. Η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή γίνεται τώρα πιο επιτακτική από ποτέ, όπως επίσης και η ανάγκη να αισθανθούμε ότι η ζωή μας μπαίνει σε μια τάξη και ισορροπία.

Εδώ έρχεται ο ρόλος του ψυχολόγου, ο οποίος θα αναλάβει να βγάλει τον άνθρωπο αυτό από το αδιέξοδο του, θα τον καθοδηγήσει, ώστε να δει εναλλακτικούς τρόπους σκέψης και δράσης, θα τον βοηθήσει να αποκτήσει εμπιστοσύνη και να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας, θα του μάθει δεξιότητες, αλλά και θα του προσφέρει νέους ορίζοντες. Θα ξεκινήσουν από κοινού το μακρύ ταξίδι προς την αυτογνωσία, ένα ταξίδι που όμως αξίζει τον κόπο γιατί βελτιώνει όλες τις πτυχές της ζωής. Χρειάζεται κόπο, προσπάθεια και συνεργασία των δύο πλευρών.

Να σημειωθεί ότι ο θεραπευόμενος δεν επιδέχεται κανέναν κοινωνικό στιγματισμό. Αντίθετα, αποτελεί έναν άνθρωπο με δύναμη και θάρρος, που αναγνωρίζει την αδυναμία του και είναι διατεθειμένος να την αντιμετωπίσει και να παλέψει, ώστε να οδηγηθεί σε μια νέα ευχάριστη κατάσταση πληρότητας. Και μόνο η επίσκεψη στον ψυχολόγο αποτελεί το πρώτο βήμα για μια νέα αρχή και για αλλαγή των καταστάσεων που μας βασανίζουν.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Η ερωτική ζήλια

Η ερωτική ζήλια είναι ένα συναίσθημα, που συνδέεται άρρηκτα με την ανησυχία και το θυμό. Όταν κάποιος ζηλεύει, έχει το φόβο ότι ο σύντροφός του θα τον εγκαταλείψει και αισθάνεται μια μόνιμη απειλή. Αυτή η απειλή ενεργοποιεί τη ζήλια σαν μια στρατηγική αντιμετώπισης που δίνει την ψευδαίσθηση πως με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγει κανείς δυσάρεστες εκπλήξεις.
Η ζήλια οδηγεί στο να εστιάζει κανείς μόνο στο «αρνητικό», είτε αυτό είναι σκέψη, είτε γεγονός. Η συμπεριφορά του συντρόφου μεταφράζεται πάντα ως απώλεια ενδιαφέροντος (ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πραγματικότητα) και αυτό οδηγεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα, όπως το ότι έχει βαρεθεί ή έχει ερωτευτεί κάποια άλλη. Έτσι το άτομο που ζηλεύει βιώνει πόνο, προδοσία, φόβο και αβεβαιότητα, τα οποία συνήθως καταλήγουν σε έμμονες ιδέες, ακόμα και σε βίαιες συμπεριφορές.
Τα αίτια της εκδήλωσης ζήλιας μπορεί να είναι βιολογικά ή περιβαλλοντικά. Οι ειδικοί στις εξελικτικές θεωρίες πιστεύουν ότι η ερωτική ζήλια είναι μέρος ενός μηχανισμού, με τον οποίο οι άνθρωποι (και κάποια ζώα) εξασφαλίζουν πρόσβαση στους πιο αναπαραγωγικούς συντρόφους. Αυτό εκφράζεται διαφορετικά σε κάθε φύλο. Οι άντρες ζηλεύουν γιατί αναζητούν αποκλειστικότητα στην αναπαραγωγή από τη σύντροφό τους, ενώ οι γυναίκες επειδή αναζητούν την προστασία και την φροντίδα του αρσενικού, προκειμένου να αισθανθούν ασφάλεια.
Τα περιβαλλοντικά αίτια έχουν να κάνουν με τον τρόπο ανατροφής και τις επιπτώσεις του στην προσωπικότητα του ατόμου. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε ενδείξεις «φυσιολογικής» ζήλιας, που τη βιώνει ένα μεγάλο ποσοστό και σχετίζεται κυρίως με τις αντιλήψεις περί μονογαμίας και δέσμευσης, και της υπερβολικής ζήλιας, που μπορεί να καταστρέψει μια σχέση, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πραγματική απειλή. Το κίνητρο για αυτή τη ζήλια είναι η ανάγκη ελέγχου του άλλου, η οποία δίνει μια ψευδαίσθηση ότι έτσι δεν θα μπορέσει ή δε θα προλάβει να απατήσει. Άλλο ένα αίτιο είναι η έλλειψη αυτοεκτίμησης, η οποία εξωτερικεύεται μέσω της κτητικότητας και της καχυποψίας ότι κάθε κίνηση του συντρόφου συνεπάγεται την επιθυμία του για απιστία. Επίσης, μπορεί να προέρχεται από συσσωρευμένο θυμό, ο οποίος εξωτερικεύεται μέσα από απειλές ή βίαιες συμπεριφορές. Ακόμα κι αν ο σύντροφος κάνει υποχωρήσεις για να αποφύγει τα ξεσπάσματα του «ζηλιάρη» και αρχίσει να αποφεύγει δραστηριότητες ή ανθρώπους για να του επιβεβαιώσει την αγάπη του, η καχυποψία δε σταματάει και δημιουργεί και στους δύο συναισθήματα άγχους και μελαγχολίας. Οι κατηγορίες για σχέση ή φλερτ με άλλο άτομο είναι πολύ συχνές, συνήθως ανυπόστατες και ενδείξεις προσωπικής ανασφάλειας.
Τα αποτελέσματα της παράλογης ζήλιας είναι ποικίλα και εμφανή σε αρκετές συμπεριφορές της καθημερινότητας. Ένα από αυτά είναι η παρακολούθηση, για να επιβεβαιώσει ο «ζηλιάρης» σύντροφος ότι όντως βρίσκεστε στο σημείο που του είπατε. Παράλληλα, θα κάνει ερωτήσεις διασταύρωσης της αλήθειας, θα καλεί αρκετές φορές στο κινητό ή θα περνάει «τυχαία» από το σημείο που είστε. Αυτή η εισβολή στον προσωπικό χώρο μπορεί να γίνει με ψάξιμο του κινητού, για τυχόν «ύποπτα» μηνύματα ή κλήσεις, άνοιγμα του λογαριασμού e-mail ή υποκλοπή κωδικών σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Όλα τα παραπάνω φθείρουν σε μεγάλο βαθμό τη σχέση συλλογικά αλλά και τους δυο συντρόφους ατομικά. Ο ζηλιάρης νιώθει φθόνο, καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης και ο άλλος πίεση και αίσθημα εγκλωβισμού.
Αναμφίβολα όμως υπάρχουν τρόποι για να μετριαστεί ή να εξαλειφθεί το συναίσθημα ζήλιας και οι συμπεριφορές που την ακολουθούν, αρκεί να υπάρξει η αντίστοιχη προσπάθεια. Παρακάτω ακολουθούν κάποιες συμβουλές:
Παραδεχτείτε τις σκέψεις και τα συναισθήματα ζήλιας σας
Όταν αντιλαμβάνεστε ότι αισθάνεστε ζήλια, πάρτε μια βαθιά ανάσα και παρατηρήστε τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας. Θα ανακαλύψετε έτσι ότι αυτά διαφέρουν από την πραγματικότητα.
Μην υποκύπτετε στις σκέψεις και τα συναισθήματα ζήλιας
Αποδεχτείτε ότι βιώνετε το συναίσθημα της ζήλιας αλλά προσπαθήστε να μην το αφήσετε να παρασύρει και τη συμπεριφορά σας. Ο θυμός και το άγχος που προκαλεί σίγουρα δεν είναι οι καλύτεροι σύμβουλοι!
Η αβεβαιότητα είναι κομμάτι κάθε σχέσης
Ο άνθρωπος που ζηλεύει αναζητά συνεχώς τη βεβαιότητα πως μπορεί να ελέγξει τη σχέση. Αυτή η βεβαιότητα όμως είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, καθώς η ίδια η καθημερινότητα επιβεβαιώνει συνεχώς ότι υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί ως προς τον έλεγχο των καταστάσεων, γεγονός που υποδηλώνει ότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι.
Ελέγξτε τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες σας γύρω από τις σχέσεις
Υπάρχουν αρκετές δυσλειτουργικές, μη ρεαλιστικές πεποιθήσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση ζήλιας. Τέτοιες μπορεί να είναι «οι προηγούμενες σχέσεις του συντρόφου απειλούν την τωρινή», «αν απομακρυνθώ από το σύντροφο εκείνος θα με κυνηγήσει», «αφού με πρόδωσαν στην προηγούμενη σχέση μου, θα με προδώσουν και σε αυτήν», «ο μπαμπάς μας εγκατέλειψε, άρα όλοι οι άντρες θα κάνουν το ίδιο», «έτσι όπως είμαι, γιατί να είναι κάποιος μαζί μου;». Αν η ζήλια σας στηρίζεται σε κάποια από αυτές τις φράσεις είναι καλό να προσπαθήσετε να αποτιμήσετε κατά πόσον είναι ρεαλιστικές ή όχι. Αυτό μπορεί να γίνει με την καταγραφή των στοιχείων που τις επιβεβαιώνουν και αυτών που τις διαψεύδουν.
Χρησιμοποιήστε δεξιότητες επικοινωνίας για να βελτιώσετε τη σχέση σας
Μία σχέση αποκτά πιο γερά θεμέλια και προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια και στους δύο συντρόφους, όταν υπάρχει η ανταποδοτικότητα, η επιβράβευση των θετικών σημείων, ο σεβασμός, η απώλεια κριτικής διάθεσης, το μοίρασμα των ευθυνών και οι ευχάριστες κοινές δραστηριότητες. Τέτοιου είδους συμπεριφορές έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τη ζήλια!

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Μήπως το παιδί σου πάσχει από σχολική φοβία;

Πολλά παιδιά φοβούνται να πάνε στο σχολείο. Είτε γιατί πονάει η κοιλιά τους είτε γιατί δεν έχουν όρεξη, είτε γιατί δεν είναι διαβασμένα..Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που δεν θέλουν το σχολείο; Προφανώς μιλάμε για τα συμπτώματα της σχολικής φοβίας. Ποιες είναι οι αιτίες της; Τι πρέπει να κάνεις για να βοηθήσεις το παιδί σου;
Η ψυχολόγος Κρίστη Μηλιόρδου σου εξηγεί όλα όσα πρέπει να ξέρεις για το παιδί σου...
Τι είναι η σχολική φοβία;
Η σχολική φοβία, αποτελεί έναν όρο που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο για να περιγράψει την άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο λόγω άγχους.
Διαφέρει από την «κοπάνα» γιατί στην περίπτωση της σχολικής φοβίας η άρνηση οφείλεται σε άγχος και φόβο, που συνήθως συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα.
Ποια είναι η βασική αιτία της σχολικής φοβίας;
Η σχολική φοβία συνδέεται με το άγχος αποχωρισμού, το οποίο βιώνεται φυσιολογικά στην ηλικία των 18-24 μηνών. Σε αυτήν την περίοδο το παιδί αντιδράει έντονα (συνήθως με κλάμα) όταν απομακρύνεται ο γονέας από κοντά του. Το άγχος αποχωρισμού συνοδεύει κάποια παιδιά και στα μετέπειτα χρόνια, ακόμα και στην ενήλικη ζωή. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί, όταν το παιδί είναι μοναχοπαίδι ή το μικρότερο από τα αδέρφια ή όταν πάσχει από κάποια χρόνια πάθηση.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Τα συμπτώματα της σχολικής φοβίας είναι ποικίλα.
-Η άρνηση να πάει στο σχολείο, η οποία συνοδεύεται από πόνους στο στομάχι, ζαλάδα ή άλλα σωματικά συμπτώματα

-Πανικός όταν απομακρύνεται από τους γονείς

-Φοβάται το παιδί να μείνει μόνο του σε ένα δωμάτιο ή να κοιμηθεί στο σκοτάδι και συχνά στον ύπνο του έχει εφιάλτες.

-Φοβάται τα ζώα ή τα φανταστικά τέρατα.

-Παρουσιάζει συχνά ανησυχία για τη δική του υγεία και ασφάλεια αλλά και για αυτή των γονιών του.

ΑΙΤΙΑ
Τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν στη σχολική φοβία προέρχονται από δύο πλευρές, την οικογένεια και το σχολείο.
-Όσον αφορά την οικογένεια, το παιδί μπορεί να έχει επηρεαστεί από κάποιο διαζύγιο, μετακόμιση ή θάνατο αγαπημένου προσώπου και να εκδηλώνει το άγχος και το φόβο του με το να αποφεύγει το σχολείο.
-Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ο υπερπροστατευτικός γονέας, ο οποίος ενισχύει την πεποίθηση ότι μακριά από την προστασία του μπορεί να του συμβεί κάτι κακό.
-Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει ο φόβος ότι αν λείπει από το σπίτι θα βλάψουν κάποιον αγαπημένο του (αυτό συνήθως αφορά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας).
-Τέλος η σχολική φοβία ενισχύεται όταν το παιδί στο σπίτι, μένει ελεύθερο, αμελεί το διάβασμα του και παίζει ή βλέπει τηλεόραση, χωρίς να υπάρχουν όρια.
Όσον αφορά το σχολείο τα συμπτώματα είναι :
-Τα πειράγματα στο σχολείο, σχετικά με κάποιο ελάττωμα του (πχ: κιλά). Αυτά μπορεί να ξεκινούν από απλά πειράγματα και να καταλήγουν σε απειλές, ακόμα και σε χρήση βίας από συμμαθητές του.
-Οι μαθησιακές δυσκολίες που οδηγούν σε χαμηλή σχολική επίδοση καθώς και η μη αποδοχή από τους συμμαθητές του στο παιχνίδι του διαλείμματος ή σε κάποια αθλητική δραστηριότητα.
-Το άγχος του παιδιού για άριστη σχολική επίδοση και η επιθυμία του να είναι πάντα διαβασμένο μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση να πάει σχολείο, αν είναι αδιάβαστο έστω και σε ένα μάθημα.
Συμβουλές στους γονείς για την αντιμετώπισή της σχολικής φοβίας:
-Ακούστε το παιδί σας. Αφήστε το να σας μιλήσει γι’ αυτά που το φοβίζουν χωρίς να το κρίνετε ή να υποτιμάτε το φόβο του. Αυτό θα σας βοηθήσει να καταλάβετε καλύτερα τα αίτια που το οδήγησαν στην άρνηση να πάει σχολείο καθώς και να ορίσετε από κοινού ένα πλάνο δράσης.

-Μιλήστε στο δάσκαλο-α και ζητήστε τη βοήθεια του ή κάποιες επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο.

-Βοηθήστε το παιδί να δει τα θετικά του σημεία και τα ταλέντα του, ώστε να ενισχύσετε την αυτοπεποίθησή του.

-Ζητήστε από το δάσκαλο-α ή το διευθυντή να αναλάβουν δράση σε περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού ή χρήσης βίας.

-Αν εντοπίσετε μαθησιακές απευθυνθείτε σε ένα ειδικό κέντρο για την αποκατάστασή τους.

-Συνοδεύστε το παιδί τις πρώτες μέρες που θα επιστρέψει στο σχολείο είτε οι ίδιοι, είτε άλλο αγαπημένο του πρόσωπο.

-Ενισχύστε τις επαφές με τους συμμαθητές του, ώστε να αισθανθεί περισσότερο αποδεκτό.

-Ανταμείψτε το σε κάθε πρόοδο που παρουσιάζει με πράγματα που το ευχαριστούν.

-Αν υπάρχει ζήτημα διαζυγίου, θανάτου ή άλλης σημαντικής αλλαγής στη ζωή απευθυνθείτε σε κάποιον ψυχολόγο.

Ο στόχος είναι να επιστρέψει το παιδί στο σχολείο σε καθημερινή βάση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τις παραπάνω αλλαγές. Αν παρόλα αυτά, το παιδί συνεχίζει να δυσκολεύεται είναι καλό να ζητήσετε τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Φωτογραφίες του χώρου

Κέντρο Ψυχοθεραπείας

Χώρος Αναμονής (1)

Χώρος Αναμονή (2)

Χώρος Αναμονής (3)

Χώρος Συνεδριών


Μαμά... φοβάμαι το σκοτάδι!

Το μωρό σου φοβάται το σκοτάδι. Άλλες φορές θέλει ένα λαμπάκι αναμμένο και άλλες φορές δεν μπορεί να κοιμηθεί καθόλου μόνο του. Πιστεύει ότι θα βγει το τέρας ή η μάγισσα από την ντουλάπα να το φάει. Πως μπορείς να το αντιμετώπισεις; Τι φταίει; 

Τι πρέπει να κάνεις...

"Μαμά φοβάμαι το σκοτάδι!" Μια φράση οικεία σε πολλές μητέρες, είτε επειδή κάποτε την είπαν οι ίδιες, είτε επειδή την ακούν τώρα από τα δικά τους παιδιά. Ο επιστημονικός όρος που αφορά τη φράση αυτή είναι η νυκτοφοβία, δηλαδή μια φοβία που χαρακτηρίζεται από σοβαρό φόβο για το σκοτάδι και προκαλείται από τη διαστρεβλωμένη αντίληψη του τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα σκοτεινό χώρο.
Πότε εμφανίζεται ο φόβος στα παιδιά;
Ο φόβος εμφανίζεται στην ηλικία των 2-3 ετών, όπου υπάρχει η δυνατότητα για φαντασία, αλλά όχι για τη διάκριση φανταστικού-πραγματικού. Αυτό μπορεί να είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι στην καθημερινότητα των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων. Εμφανίζεται κάθε φορά που συναντάνε κάτι καινούργιο ή άγνωστο. Στα παιδιά ο φόβος για το σκοτάδι μπορεί τρέψει το άγνωστο σε κάτι τρομακτικό.
Συμπτώματα: Τα συμπτώματα της νυκτοφοβίας μπορεί να είναι εκδήλωση άγχους, ιδρώτας, ταχυκαρδία ή αίσθημα ζάλης σε κάποιο σκοτεινό χώρο. Συγχρόνως, το παιδί δείχνει απρόθυμο να είναι εκτός σπιτιού όταν νυχτώνει.


Τι φταίει; 
Ποιοι είναι οι παράγοντες που θα ενισχύσουν αυτόν το φόβο σε κάποια παιδιά και θα του δώσουν διαστάσεις πέραν του φυσιολογικού;
Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει μια γενετική προδιάθεση, όπου καθιστά το παιδί πιο ευάλωτο στα εξωτερικά ερεθίσματα. Πέρα από αυτό, όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα των γονέων.
Αν ο γονέας είναι αγχώδης, μπορεί να μεταδώσει πολύ εύκολα την ανησυχία του. Παράλληλα, ο υπερπροστατευτικός γονέας ενισχύει στο παιδί (τις περισσότερες φορές άθελά του) το αίσθημα ότι είναι αδύναμο να αντιμετωπίσει δύσκολες ή φοβικές καταστάσεις μόνο του.
Επίσης, μεγάλη σημασία στην εκδήλωση φοβιών παίζουν και τα δυσάρεστα ή αγχογόνα γεγονότα, όπως η παραμονή στο νοσοκομείο, ο αποχωρισμός από τους γονείς ή κάποιος τραυματισμός.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί και ο ρόλος της τηλεόρασης στην ενίσχυση του φόβου, λόγω των προγραμμάτων που μπορεί να παρακολουθεί ένα παιδί και να περιέχουν βία ή τρομακτικές σκηνές. Ο συνδυασμός εικόνας και ήχου είναι αρκετά διεγερτικός για το νοητικό του σύστημα.
Παρόμοια επίδραση μπορεί να έχει και η φοβική φράση, που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι γονείς για να επιβάλλουν κανόνες, ότι αν δε συμπεριφερθούν σωστά κάποιο «τέρας» ή «μάγισσα» θα έρθει να τα πάρει. Δυστυχώς, μετά από αυτό πολλά παιδιά φοβούνται ότι η «μάγισσα» θα έρθει το βράδυ να τα πάρει μακρυά από το σπίτι τους!
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣΤι μπορεί όμως να κάνει κάθε γονιός που επιθυμεί να βοηθήσει το παιδί του να ξεπεράσει το φόβο για το σκοτάδι; Κάποιες πρακτικές συμβουλές είναι οι παρακάτω:



-Ακούστε προσεκτικά. Πολλές φορές οι γονείς αποφεύγουν να συζητούν με τα παιδιά τους για τους φόβους τους καθώς φοβούνται ότι αυτό μπορεί να χειροτερέψει την κατάταση. Όμως, το να συζητάει κανείς κάτι τέτοιο τα βοηθάει να μάθουν πως να τους διαπραγματευτούν και να τους ξεπεράσουν.




-Δείξτε κατανόηση για το φόβο τους. Με το να υποτιμάει κανείς τους φόβους τους ως ασήμαντους θέτει υπό αμφισβήτηση την κρίση τους και τα μπερδεύει. Είναι σημαντικό να δείξει κανείς κατανόηση και υποστήριξη για την παιδική φοβία, εξηγώντας παράλληλα ότι τίποτα στο σκοτάδι δεν πρόκειται να τα βλάψει. Παράλληλα, μπορεί να χρεαιστεί να τους κάνει λίγη παρέα το βράδυ που θα φοβούνται ή να τους κρατάει το χέρι.




-Επιτρέψτε τους να υπερβάλλουν. Οι γονείς συνήθως ανησυχούν όταν ακούν το παιδί τους να μιλά επίμονα για το φόβο του. Αυτό όμως, μπορεί να αποτελεί για κείνο ένα φυσικό, αυθόρμητο τρόπο διαχείρισης του. Από την άλλη πλευρά, αν αυτή η «υπερβολή» διαρκέσει πάνω από δυο μήνες, τότε είναι καλύτερο να απευθυνθούν σε έναν ειδικό.




-Βοηθήστε τα να αποκτήσουν δεξιότητες. Αν μάθουν να διαχειρίζονται το φόβο τους αποκτούν μια πολύτιμη ικανότητα που θα τα ωφελήσει μακροπρόθεσμα. Οι γονείς μπορούν να συμβάλλουν στην ανάλυση του φόβου και στην εξεύρεση στρατηγικών αντιμετώπισής του. Μπορεί ένα αναμμένο φωτάκι ή ένα παιχνίδι να το βοηθήσουν να νιώσει καλύτερα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με μια πρόβα σε σκοτεινό δωμάτιο, όπου θα γίνει ανάλυση του τι το φοβίζει μέσα σ’αυτό και εξήγηση με επιχειρήματα ότι τίποτα από αυτά δεν μπορεί να το βλάψει.




-Αρνηθείτε αν σας ζητήσει να έρθει να κοιμηθεί μαζί σας. Το αντίστοιχο ισχύει και για το δωμάτιο του αδερφού-ής. Το παιδί χρειάζεται να έχει τη μέγιστη βοήθεια όσον αφορά τρόπους για να μπορέσει μόνο του να ανιμετωπίσει τους φόβους του! Αν δεν του δοθεί αυτή τη δυνατότητα και μάθει να κοιμάται με τους γονείς αυτό θα ενισχύσει εξαρτητικές συμπεριφορές και μακροπρόθεσμα θα το οδηγήσει στην πεποίθηση οτι είναι αδύμανο μόνο του να λύσει τα προβλήματα που το απασχολούν.



-Λάβετε υπ’όψιν σας λοιπά οικογενειακά ζητήματα που μπορεί να απασχολούν το παιδί και να συντελούν στην εκδήλωση της φοβίας, όπως είναι το διαζύγιο, ο θάνατος ζώου ή ανθρώπου, η γέννηση του αδερφού-ής κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση μπορείτε να απευθυνθείτε στον παιδίατρο ή σε κάποιον ψυχολόγο για να τα αντιμετωπίσετε.

Γίνε πρότυπο για το παιδί σου!

Αν καπνίζεις το πιθανότερο είναι και το παιδί σου όταν ενηλικιωθεί να το πιάσεις με ένα πακέτο τσιγάρα στην τσάντα. Θέλεις; Δεν νομίζω. Ο γονιός λειτουργεί ως πρότυπο για τα παιδιά και για αυτό οφείλουμε να δίνουμε το σωστό παράδειγμα. Από εμάς εξαρτάται το παρακάτω τους... 

Πως να δώσεις το καλό παράδειγμα... 

Ως πρότυπο ορίζεται το άτομο που λειτουργεί ως παράδειγμα, του οποίου η συμπεριφορά γίνεται αντικείμενο μίμησης από τους άλλους. Ο όρος αυτός εμφανίστηκε πρώτα στις κοινωνιολογικές μελέτες του R. Merton. 
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το ρόλο του γονέα ως πρότυπο για τα παιδιά.
 

Ο γονιός ως πρότυποΤο μικρό παιδί δεν έχει αυξημένες δυνατότητες επεξεργασίας των γνωστικών ερεθισμάτων που λαμβάνει από το εξωτερικό περιβάλλον, οπότε είναι εύκολο να αντιγράψει ακριβώς τις συμπεριφορές των ατόμων με τα οποία μεγαλώνει. Οι γονείς είναι γι’ αυτό οι άνθρωποι από τους οποίους εξαρτάται για την εξασφάλιση των βασικών του αναγκών (π.χ. τροφή, στέγη) και αυτοί που αγαπάει. Για εκείνο, λοιπόν, μέχρι κάποια στιγμή θεωρούνται οι «τέλειοι» και ό, τι κάνουν λογίζεται ως το σωστό.
Αυτό επαληθεύεται στις έρευνες των κοινωνικών επιστημόνων και των γενετικών ερευνητών, όπου υποστηρίζουν ότι τα παιδιά τείνουν να μεγαλώνουν μοιάζοντας στους γονείς τους. 

Μην δίνεις το κακό παράδειγμα
Τα παιδιά καπνιστών έχουν περισσότερες πιθανότητες να καπνίσουν. Αν οι γονείς κάνουν χρήση ουσιών μπορεί κάποια στιγμή να ανακαλύψουν ότι και τα παιδιά τους είναι χρήστες. Επίσης, οι γονείς που μεγάλωσαν βιώνοντας κάποια μορφή κακοποίησης συνήθως και με τη δική τους συμπεριφορά πληγώνουν τα παιδιά τους. Αντίστοιχα, οι γονείς με χαμηλή αυτοεκτίμηση, συχνά αγωνιούν για τη χαμηλή αυτοεικόνα και την ευαλωτότητα του παιδιού τους. 
 

Δώσε το καλό παράδειγμα 

Βάσει των παραπάνω φαίνεται ότι οι γονείς επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους μέσω βιολογικών (γονίδια) και περιβαλλοντικών (τρόπος ανατροφής) παραγόντων. Αυτό όμως, δεν σημαίνει να εστιάζει κανείς μόνο στις αρνητικές επιπτώσεις. Υπάρχει πληθώρα θετικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η συμπεριφορά των γονέων στην ανάπτυξη των παιδιών. Για παράδειγμα, οι μορφωμένοι γονείς καλλιεργούν στα παιδιά τους την αγάπη για μάθηση. Γονείς με αυτοπεποίθηση έχουν παιδιά που νιώθουν σιγουριά για τις ικανότητές τους. 
Επίσης, τα ευτυχισμένα ζευγάρια που επικοινωνούν μεταξύ τους, μαθαίνουν την σωστή επικοινωνία με τους άλλους και στα παιδιά τους. Οπότε, το γονεϊκό πρότυπο μπορεί να αποδειχτεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό «εργαλείο» ορθής διαπαιδαγώγησης.
 
 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΘΕΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ

-Σωστές επιλογές. Οι επιλογές των γονέων αποτελούν πρότυπο για τα παιδιά και παίζουν σημαντικότερο ρόλο από τα λεγόμενά τους, καθώς όταν εκείνα θα βρεθούν σε ανάλογη θέση να πάρουν μια απόφαση για τον εαυτό τους δε θα σκεφτούν «τι είπε ο μπαμπάς/μαμά», αλλά «τι έκανε ο μπαμπάς/μαμά».
 

-Αντίστοιχη είναι και η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Είναι καλό να εξηγούμε στα παιδιά ποιους παράγοντες χρειάζεται να λάβουν υπ’όψιν τους όταν έρχεται η ώρα να λάβουν μια απόφαση και τον τρόπο που θα αξιολογούν τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία.
 

-Παραδοχή των δικών μας λαθών. Πολλά παιδιά δείχνουν στοιχεία τελειοθηρικής συμπεριφοράς λόγω του ότι πιστεύουν ότι οι γονείς τους είναι αλάνθαστοι, άρα και εκείνα πρέπει να κάνουν το ίδιο. Αυτή η συμπεριφορά θα μειωνόταν σε μεγάλο βαθμό, αν οι ίδιοι οι γονείς παραδέχονταν τα λάθη τους, βοηθώντας τα να καταλάβουν ότι κανείς δεν είναι τέλειος και ότι ένα λάθος μπορεί να διορθωθεί, χωρίς να λογίζεται ως καταστροφή. Επίσης, βοηθά στο κομμάτι της ανάληψης ευθυνών.
 

-Συνέπεια. Οι γονείς συχνά παραπονιούνται για τα παιδιά που δεν είναι συνεπή, δεν ακολουθούν ένα πρόγραμμα και δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτό ισχύει και για τους ίδιους. Είναι σημαντικό για το γονιό να είναι συνεπής στο χρόνο, στα λεγόμενά του και στην ολοκλήρωση των εργασιών του ακόμη κι παρουσιάζουν δυσκολίες.
 

-«Να σέβεσαι τους δασκάλους σου και τους συμμαθητές σου». Αυτό αποτελεί μια κοινή επιθυμία των γονέων. Για να υλοποιηθεί από το παιδι θα πρέπει κι εκείνοι με τη συμπεριφορά τους να δείχνουν σεβασμό, εκτίμηση και ευγνωμοσύνη στους άλλους. Σε αντίθετη περίπτωση, το παιδί μπερδεύεται ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις των γονέων του.
 
-Διδάξτε τους τα ενδιαφέροντά σας. Είναι πολύ σημαντικό για ένα γονέα να μην έχει μόνο ένα ρόλο ή να εστιάζει μόνο στη δουλεία του και να μην έχει καθόλου ενδιαφέροντα ή ελεύθερο χρόνο. Μπορεί εκτός από επαγγελματίας, να ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη γυμναστική, τη μουσική, το θέατρο, το χορό, την τέχνη κτλ. Αυτό βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν τις δυνατότητες και τα ταλέντα τους και να μην εστιάζουν πεισματικά σε ένα μόνο τομέα της ζωής τους (πχ: διάβασμα), αγνοώντας το κομμάτι της ευχάριστης δραστηριότητας.
 

-Νιώστε καλά με τον εαυτό σας. Είναι πολύ σημαντικό για ένα γονέα να είναι περήφανος για τον εαυτό του και για όσα έχει πετύχει μέχρι τώρα, παλεύοντας παράλληλα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό είναι ένα θετικό πρότυπο για τα παιδιά, καθώς τα βοηθάει να θέτουν στόχους, να νιώθουν σίγουρα για τον εαυτό τους και να αντλούν ικανοποίηση απ’όσα έχουν ήδη πετύχει.

Συμπερασματικά, είναι φανερή η σημασία του γονεϊκού προτύπου στο σχηματισμό της παιδικής προσωπικότητας. Παρόλα αυτά οι γονείς δε χρειάζεται να πανικοβάλλονται όταν νιώθουν ότι κάνουν λάθη ως προς την ανατροφή των παιδιών τους. Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και ανθρώπινο. Μεγαλύτερη σημασία έχει η προσπάθεια που κάνουν να τα παραδεχτούν και η διάθεση να τα διορθώσουν!

Η αποβολή κύησης ως απώλεια και οι επιπτώσεις της

Παρόλο που η αποβολή κύησης είναι ένα ζήτημα που συμβαίνει σε ένα σημαντικό αριθμό τοκετών (ποσοστό που φτάνει μέχρι και το 50%), στην Ελλάδα οι μελέτες που αφορούν την ψυχική κατάσταση της γυναίκας μετά την αποβολή αλλά και ενδεδειγμένους τρόπους συμπεριφοράς και αντιμετώπισης, δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες.
Η αποβολή αφορά την αυτόματη διακοπή κύησης και απώλεια του παιδιού πριν από την 20η εβδομάδα. Συμβαίνει σε ποσοστό 12-15% σε περιπτώσεις που έχει γίνει διάγνωση της εγκυμοσύνης. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι και το ποσοστό των αποβολών σε περιπτώσεις μη διαγνωσμένης εγκυμοσύνης, όπου αγγίζει το 50%.
Έχουν καταγραφεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου, που σχετίζονται με την αποβολή. Ένας απ’αυτούς είναι η προχωρημένη ηλικία της εγκύου. Όσο μεγαλύτερη η υποψήφια, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν. Επίσης, βιολογικοί παράγοντες, όπως χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, ενδοκρινολογικές, ανατομικές, ανοσολογικές ή μικροβιολογικές παθήσεις (πχ: διαβήτης, ανευπλοειδία). Σημασία έχουν και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως είναι τα αγχογόνα ή τα δυσάρεστα γεγονότα καθώς και η έκθεση σε τοξίνες (πχ:κάπνισμα). Ένας παράγοντας που θεωρείται συχνά επιβαρυντικός, χωρίς αυτό να ισχύει, είναι η σειρά κύησης (1η, 2η κτλ.). Παρόλα που οι γνωστοί επιβαρυντικοί παράγοντες είναι αρκετοί, σε ορισμένες περιπτώσεις τα αίτια της αποβολής δεν μπορούν να διακριθούν.
Η αποβολή αντιμετωπίζεται ως μια σημαντική απώλεια, η οποία περιέχει ένα σύνολο μικρότερων απωλειών. Ένα κομμάτι αφορά την απώλεια του παιδιού που θα γεννιόταν και των ονείρων, προσδοκιών και επιθυμιών που σχετίζονταν με αυτή τη γέννηση. Επίσης, είναι ένα απροσδόκητο γεγονός (η γυναίκα σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι προετοιμασμένη για μια αποβολή), το οποίο αντιστρέφει τον ατομικό και οικογενειακό προγραμματισμό σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, ο σωματικός πόνος που συνυπάρχει, καθώς και η εικόνα του αίματος, που συνήθως μένει χαραγμένη στη μνήμη, δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την προσπάθεια. Παρόλο, που υπάρχει η δυνατότητα μιας νέας σύλληψης (συνήθως έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα), το γεγονός της αποβολής είναι αυτό καθαυτό μη αναστρέψιμο. Παράλληλα, ενεργοποιεί το άγχος μιας επόμενης αποβολής και αδυναμίας ολοκλήρωσης των σταδίων μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης. Αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την αυτοεκτίμηση της γυναίκας, καθώς στην κοινωνία μας η ολοκλήρωση του γυναικείου ρόλου προϋποθέτει και την απόκτηση τέκνων.  Όπως υπάρχει ο κοινωνικός στιγματισμός (κοινωνικός ρατσισμός) για τις ανύπαντρες γυναίκες, παρόμοια λειτουργεί και για μια άτεκνη σύζυγο.
Δυστυχώς, συνήθως δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην γυναίκα που έχει βιώσει μια αποβολή, καθώς δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση του κοινού (ακόμα και κάποιων ειδικών), σχετικά με τις συνέπειές της στην ψυχοσωματική υγεία της. Παράλληλα, επειδή η απώλεια ως έννοια δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό αρκετούς ανθρώπους, προτιμούν να μη συζητούν καθόλου αυτό το θέμα και να το αποφεύγουν. Επίσης, ο κοινωνικός περίγυρος με την σκέψη ότι θα έρθει μια νέα εγκυμοσύνη, περιμένει από τη γυναίκα να πενθήσει την απώλεια σύντομα και όχι έντονα.
Η αντίδραση της γυναίκας στο γεγονός της αποβολής ποικίλλει διατομικά και εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων. Ένας απ’αυτούς είναι η αντιλήψεις της για την εγκυμοσύνη και την απώλεια, ο βαθμός του δεσμού που είχε δημιουργηθεί αλλά και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη ή η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος και η κουλτούρα της περιοχής που ζει. Οι πιο συνηθισμένες ψυχολογικές επιπτώσεις είναι η άρνηση του γεγονότος, η απογοήτευση και ο θυμός, το αίσθημα της απώλειας ελέγχου, συναισθήματα ανεπάρκειας, η αυτομομφή, ο φόβος και η θλίψη.
Η αποβολή και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της στη γυναίκα αποτελούν παράγοντα κινδυνου για την εκδήλωση ψυχικών διαταραχών. Στο διάστημα των πρώτων έξι μηνών μετά από αυτή οι γυναίκες παρουσιάζουν 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής απ’ότι αυτές του γενικού πληθυσμού. Μάλιστα, το ποσό αυτό διπλασιάζεται για τις άτεκνες. Αντίστοιχες είναι και οι πιθανότητες στο ίδιο διάστημα να εμφανίσουν επεισόδια δυσθυμίας (ήπια μορφή κατάθλιψης). Παράλληλα, η αποβολή αποτελεί παράγοντα κινδύνου και για αγχώδεις διαταραχές. Πάλι για το διάστημα των πρώτων έξι μηνών, υπάρχουν οχταπλάσιες πιθανότητες να παρουσιαστούν συμπτώματα ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής (πχ: έμμονες ιδέεες, ψυχαναγκασμοί). Επίσης, παρατηρείται αυξημένος κίνδυνος και για διαταραχή ματατραυματικού άγχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές συναντάται συνοσηρότητα κατάθλιψης και αγχωδών διατααραχών.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι γυναίκες που βιώνουν το γεγονός της αποβολής χρειάζονται την κατάλληλη υποστήριξη από το περιβάλλον τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις σωματικές, κοινωνικές και ψυχικές επιπτώσεις της και να μπορέσουν με μεγαλύτερη ευκολία και αυτοπεποίθηση να κάνουν μια νέα προσπάθεια για την απόκτηση ενός παιδιού.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Ατομικό πρόγραμμα διαχείρισης θυμού

Ατομικό πρόγραμμα διαχείρισης θυμού (σε μορφή CD ή με συνεδρίες στο γραφείο).
Θεματολογία
  •  Τι είναι ο θυμός
  •  Πότε είναι πρόβλημα
  •  Αίτια θυμού
  •  Συνέπειες θυμού
  •  Στόχος anger management
  •  8 εργαλεία για την διαχείριση θυμού
  • Αντικατάσταση δυσλειτουργικών πεποιθήσεων 
  •  Διεκδικητικότητα

 Επίσης, περιλαμβάνει δύο εισαγωγικά τεστ, μια άσκηση αυτογνωσίας και ένα τελικό τεστ, που αφορά την κατανόηση του προγράμματος. 

Το πρόγραμμα διαχείρισης θυμού διατίθεται σε μορφή CD (για όσους δεν έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο και προτιμούν να δουλεύουν από το σπίτι ή μένουν μακριά και είναι δύσκολη η πρόσβαση στο χώρο μας). Το κόστος είναι 50 euro και αποστέλλεται ταχυδρομικώς.
   Για τους υπόλοιπους που θέλουν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα τον συνεδριών στο χώρο μας, επικοινωνήστε μαζί μας μέσω e-mail ή τηλεφωνικώς. 

Ο θυμός και η αντιμετώπισή του

Έχω νεύρα…Κοντεύω να εκραγώ…Φράσεις οικείες που όλοι έχουμε πει έστω και μια φορά μέχρι τώρα. Εκφράσεις θυμού, ενός συναισθήματος που οι περισσότεροι θεωρούν αρνητικό ή ακόμα και απαγορευτικό, καθώς φοβούνται τις συνέπειές του. Τι είναι τελικά ο θυμός; Είναι όντως ένα απαγοτευτικό συναίσθημα, που πρέπει να φοβόμαστε;

Η απάντηση είναι… όχι. Ο θυμός είναι μια συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε κάποιο άτομο, μια κατάσταση ή ένα γεγονός. Μας ενημερώνει για την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται ο οργανισμός μας εκείνη τη στιγμή. Μια τέτοια στιγμή μπορεί να είναι όταν νιώθουμε ότι απειλούμαστε, όταν φοβόμαστε οτι χάνουμε τον έλεγχο αλλά και όταν μας αδικούν ή μας προσβάλλουν. Το θέμα δεν είναι το αν θα θυμώσουμε αλλά το πώς θα εκδηλώσουμε αυτό το συναίσθημα. Φανταστείτε την αντίθετη περίπτωση, όπου κάποιος έκδηλα μας προσβάλλει και εμείς τον ακούμε χωρίς να αντιδράμε…

Όντως υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο θυμός εκδηλώνεται με λάθος τρόπο, ο οποίος επηρεάζει αρνητικά, όχι μόνο αυτόν που τον εκδηλώνει, αλλά και το περιβάλλον του. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν αντιδράμε ενστικτωδώς. Χωρίς να προλάβουμε να επεξεργαστούμε αυτό που μας έχει ενοχλήσει εκδηλώνουμε επιθετικότητα (συνήθως με λεκτική ή σωματική βία), για την οποία συνήθως μετανιώνουμε. Παράλληλα, επιθετικά μπορεί να αντιδράσει κάποιος σε ασήμαντη (φαινομενικά) αφορμή εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο συσσωρευμένο, καταπιεσμένο θυμό που μπορεί να υπάρχει μέσα του. Επιπλέον, κάποιοι άνθρωποι έχουν «μάθει» να αντιδρούν επιθετικά και  να υιοθετούν αυτή τη συμπεριφορά ως τρόπο αντιμετώπισης των  δυσκολιών στη ζωή τους. Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχει και η κατηγορία ανθρώπων, που λόγω δικών τους τραυματικών βιωμάτων αισθάνονται ικανοποίηση όταν κακοποιούν τον άλλο.

Πως φτάνουμε όμως σε αυτό το σημείο; Στο σημείο να καθοδηγούμαστε από την ένταση του συναισθήματος του θυμού και να χάνουμε τον έλεγχο του εαυτού μας; Υπάρχουν διάφορες πιθανές αιτίες, οι οποίες διαφέρουν διατομικά, ανάλογα με το ιστορικό του καθενός. Μια πιθανή αιτία είναι η μίμηση προτύπου. Όταν υπάρχει ένας τουλάχιστον επιθετικός γονέας στην οικογένεια, το παιδί ασυνείδητα (και παρόλο που λεκτικά μπορεί να τάσσεται εναντίον αυτής της συμπεριφοράς) υιοθετεί την επιθετικότητα και την εφαρμόζει και στη δική του οικογένεια. Άλλος λόγος μπορεί να είναι το άγχος που εκδηλώνει κανείς σε μέρη ή σε καταστάσεις που τα έχει συνδέσει με μια οδυνηρή προηγούμενη εμπειρία. Αυτό μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε θυμό και επιθετικότητα. Σε τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να οδηγηθεί κανείς και από προβλήματα επικοινωνίας στις σχέσεις του με το σύντροφο ή την οικογένεια. Η αποστολή διπλών μηνυμάτων, η έλλειψη προσωπικού χώρου, η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια, η αίσθηση αδυναμίας ελέγχου και αντίδρασης σε καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν τα γνωστά «ξεσπάσματα» θυμού. Όμως, πέρα από το κομμάτι των σχέσεων ακόμα και προσωπικά ζητήματα μπορεί να καταλήξουν σε εκρήξεις θυμού, όπως οικονομικά προβλήματα, ζητήματα στον εργασιακό χώρο, ανισσοροπία σε διάφορους τομείς της ζωής (εργασία-προσωπικός χρόνος-οικογένεια) και η αδυναμία διαχείρισης χρόνου.

Είναι φανερό ότι οι αιτίες για την εκδήλωση επιθετικότητας λόγω θυμού είναι πολλές. Το βασικότερο βήμα για να μπορέσει κανείς να το αντιμετωπίσει είναι η αναγνώριση του θυμού του και η επεξεργασία του. Να μπορέσει μέσα από την ανάλυση να δώσει απάντηση σε ερωτήματα, όπως πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες κτλ. ώστε να σταματήσει να λειτουργεί ενστικτωδώς. Επιπλέον, είναι σημαντικό να έχει την επιθυμία να αλλάξει. Ο σκοπός των προγραμμάτων διαχείρισης θυμού δεν είναι να μη θυμώνουμε ποτέ. Το αντίθετο. Είναι να μάθουμε να διαχειριζόμαστε αυτά τα συναισθήματα και να τα εκφράζουμε με τρόπο ώστε κι εμείς να αισθανθούμε καλύτερα, αλλά και οι γύρω μας να τα κατανοήσουν. Αυτό οδηγεί σε καλύτερη επικοινωνία, πιο ανθεκτικές και ειλικρινείς σχέσεις, καλύτερη υγεία και εργασιακή απόδοση.

Για την αντιμετώπιση προβλημάτων θυμού η καλύτερη λύση είναι η επίσκεψη σε ειδικό, ο οποίος βοηθάει να καταλάβει κανείς τα βαθύτερα κίνητρά του, να συνδέσει τα γεγονότα της ζωής του με την τωρινή κατάσταση, να δώσει απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, ώστε να μην αντιδρά ενστικτωδώς, αλλά και να δοκιμάσουν μαζί νέους, πιο αποδοτικούς τρόπους επικοινωνίας. Παρακάτω δύνονται κάποιες βασικές συμβουλές για κάποιον που θέλει να διαχειριστεί το θυμό του:

·         Διαχείριση στρες. Το στρες και ο θυμός είναι αλληλένδετα. Όταν κάποιος ζητάει βοήθεια για διαχείριση θυμού, αυτό σχεδόν πάντα έχει να κάνει και με αυξημένα επίπεδα στρες. Σε κάποιες περιπτώσεις (όχι όμως σε όλες) συμβαίνει και το αντίστροφο, όπου η υπερδιέγερση που προκαλεί το στρες οδηγεί σε θυμό ή σε άλλες περιπτώσεις όπου καταπιεσμένα συναισθήματα θυμού μπορεί να οδηγήσουν σε σωματικά συμπτώματα, που συνδέονται με στρες.

·         Διαχείριση χρόνου. Αν και αυτό αποτελεί κομμάτι της διαχείρισης στρες, συνδέεται άρρηκτα και με τη διαχείριση θυμού.

·         Προσπάθεια να μάθουμε να μην αντιδράμε ενστικτωδώς. Είναι καλύτερο να σκεφτούμε προτού αντιδράσουμε, παρά να αφήσουμε το θυμό ή την απογοήτευση να κυριαρχήσουν. Αυτό παράλληλα, βοηθάει και την αυτοεικόνα μας, καθώς αισθανόμαστε ότι ο έλεγχος ανήκει σε μας κι όχι στις καταστάσεις. Ειδικά όταν πρόκειται για ζευγάρια, είναι πολύ σημαντικό να αφήνουν λίγο χρόνο για σκέψη και όχι να προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα ακριβώς τη στιγμή που είναι θυμωμένοι.

·         Παράλληλα, είναι σημαντικό να διώξουμε τις αρνητικές σκέψεις που γίνονται όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Συνήθως ασκούμε αρνητική κριτική στον ίδιο μας τον εαυτό, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητική αυτοεικόνα. Ο σκοπός είναι η αναγνώριση των λαθών μας, αλλά και των δυνατών μας σημείων που θα μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε και να βελτιωθούμε.

·         Είναι σημαντικό να προσπαθήσει κανείς να αναπτύξει την ικανότητα να ακούει προσεκτικά τον άλλο και να τον καταλάβει. Αυτό ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς βελτιώνει την επικοινωνία μεταξύ δυο ατόμων και την αποφυγή παρερμηνειών σε λόγια ή σε συμπεριφορές.

·         Πολλές φορές ο θυμος είναι απόρροια των πολύ υψηλών προσδοκιών για τον εαυτό. Οι άνθρωποι καθοδηγούμενοι, από την ανάγκη τους να αισθανθούν σημαντικοί θέτουν υψηλές, μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Όταν αυτές δεν ικανοποιούνται θυμώνουν και ξεκινούν την αρνητική αυτοκριτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

·         Ο θυμός μπορεί να είναι συσσωρευμένος μέσα μας από περιστατικά στα οποία αισθανθήκαμε ότι αδικούμαστε αλλά δεν προλάβαμε να αντιδράσουμε. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι μια απώλεια που δεν έχουμε πενθήσει. Αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και θυμού μπορεί να ενεργοποιηθούν πολύ εύκολα και να μας οδηγήσουν σε ακραίες αντιδράσεις, ακόμη και από ασήμαντες αφορμές. Είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε να συμφιλιώνομαστε με αυτά τα περιστατικά ή τους ανθρώπους που μας τα έχουν προκαλέσει μέσα από μια διαδικασία αποδοχής.

·         Η τελευταία, αλλά σημαντικότερη συμβουλή στη διαχείριση θυμού είναι η εκμάθηση δεξιοτήτων διεκδικητικότητας. Η διεκδικητικότητα βρίσκεται ανάμεσα στην παθητικότητα και την επιθετικότητα και αποτελεί τη χρυσή τομή. Σημαίνει να εκφράζουμε αυτό που σκεφτόμαστε με ευθύ και ειλικρινή τρόπο, χωρίς όμως να προσβάλλουμε με αυτό τα δικαιώματα και την προσωπικότητα του άλλου. Η διεκδικητικότητα είναι μια δεξιότητα επικοινωνίας που μπορεί κανείς να αποκτήσει είτε μέσα από την ατομική ψυχοθεραπεία, είτε μέσα από τη συμμετοχή σε συμβουλευτικές ομάδες.

Σαν συμπέρασμα, φαίνεται ότι ο θυμός αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα, το οποίο ευνοείται στην εκδήλωσή του από την ανταγωνιστική εποχή που ζούμε, η οποία απαιτεί γρήγορους ρυθμούς και παραγκωνισμό βαθύτερων προσωπικών αναγκών. Παρόλο αυτά, είναι κάτι που αντιμετωπίζεται, αν κάποιος το θελήσει και προσπαθήσει για αυτό. Τότε τα οφέλη είναι ακόμα μεγαλύτερα γιατί παράλληλα βελτιώνεται και η αυτοεικόνα αλλά και οι διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Μηλιόρδου Κρίστη

Ψυχολόγος, M.Sc.
www.psychologosglyfada.gr

Διαταραχές πρόσληψης τροφής

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής αφορούν μη λειτουργικές αντιδράσεις του ατόμου αναφορικά με την τροφή. Από τις πιο γνωστές είναι η ψυχογενής ανορεξία, που χαρακτηρίζεται από δείκτη μάζας σώματος κάτω από το ελάχιστο φυσιολογικό όριο που προβλέπεται για την ηλικία, έντονο φόβο για αύξηση βάρους, διαστρεβλωμένη αντίληψη της εικόνας του σώματος, ακόμα και απουσία του εμμηνορυσιακού κύκλου. Μια άλλη εξίσου διαδεδομένη διαταραχή, είναι η ψυχογενής βουλιμία. Σε αυτήν την περίπτωση παρατηρούνται επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας που ακολουθούνται από συμπεριφορές αποβολής της τροφής, όπως πρόκληση εμετού ή χρήση καθαρτικών ουσιών. Και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις η αυτό-αξιολόγηση του ατόμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εικόνα του σώματός του. Παράλληλα, συναντάται ευρέως και η διαταραχή υπερφαγίας, όπου παρατηρείται μια αδυναμία ελέγχου της προσλαμβανόμενης ποσότητας τροφής, που συνοδεύεται από έντονο άγχος, δυσαρέσκεια αλλά και ενοχική συμπεριφορά.
            Παράγοντες που συντείνουν στην εκδήλωση των ανωτέρω διαταραχών μπορεί να είναι το φύλο και η ηλικία (συνηθέστερες σε έφηβες ή νεαρές γυναίκες), κάποια χρόνια πάθηση, οι διαταραχές διάθεσης, γενετικές επιρροές, βιολογικοί παράγοντες, επίδραση των κοινωνικών προτύπων, προβλήματα στο οικογενειακό περιβάλλον και η χαμηλά αυτοεκτίμηση. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο αιτιοπαθογένειας.
            Η θεραπεία τους συνήθως περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία για την αντιμετώπιση του συμπτώματος και αλλαγή της συμπεριφοράς, αλλά και θεραπεία της οικογένειας. Επίσης, σε πιο σοβαρά περιστατικά χορηγείται φαρμακευτική αγωγή από ειδικό γιατρό ή γίνεται παραπομπή για νοσηλεία σε νοσοκομείο.

Παχυσαρκία και ψυχολογία

Στην κατηγορία των επονομαζόμενων διαταραχών πρόσληψης τροφής ανήκει και η διαταραχή υπερφαγίας ή ψυχογενής υπερφαγία, ή ανεξάρτητα από ψυχολογικούς όρους παχυσαρκία. Στην εποχή μας οι διαταραχές διατροφής αποτελούν συχνό φαινόμενο. Η αρνητική συναισθηματική κατάσταση του ατόμου εκφράζεται μέσα από το σώμα του. Συνήθως μιλάμε για δείκτη μάζας σώματος (bmi) μεγαλύτερο του 25 και για πολυπαραγοντική αιτιολογία. Τα αίτια μπορεί να είναι γενετικά και να αφορούν το μεταβολισμό ή τα γονίδια του ατόμου. Επίσης, μπορεί κάποιος να πάρει βάρος λόγω κάποιας οργανικής πάθησης, όπως είναι ο υπερθυρεοειδισμός. Εκτός από τις οργανικές παθήσεις, ακόμη και η φαρμακευτική αγωγή, όπως κάποια αντικαταθλιπτικά χάπια θα μπορούσε να φέρει παρόμοια αποτελέσματα. Παράλληλα, σημαντική είναι και η δράση περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η επιλογή τροφών ή η άσκηση. Σε αυτούς τους παράγοντες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το ρόλο των «σημαντικών άλλων» στη ζωή μας, που θα αναφερθεί εκτενέστερα παρακάτω.
            Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με μια άλλη κατηγορία αιτίων που συνδέονται με την ψυχολογία και παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και διατήρηση της παχυσαρκίας. Ένας βασικός επιβαρυντικός παράγοντας είναι το άγχος. Συνήθως στην παχυσαρκία υπάρχει συνοσηρότητα με αγχώδεις διαταραχές. Το άτομο νιώθει έντονο άγχος λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Βιώνει ματαίωση, που είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα, όταν μια κατάσταση δεν εξελίσσεται όπως θα περίμενε. Το αίσθημα ματαίωσης συνοδεύεται από θυμό και απογοήτευση. Αδυνατώντας, λοιπόν, να βρει μια λύση σε αυτά στρέφεται στη λήψη τροφής, ώστε να εκτονωθεί και να αισθανθεί καλύτερα. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από τη συμπεριφοριστική προσέγγιση, η οποία συνδέει το μάσημα της τροφής, ως πράξη, με την μείωση της ψυχικής έντασης και την επακόλουθη ευχαρίστηση που νιώθει κανείς. Αυτή η ευχαρίστηση λειτουργεί ως ενισχυτής, που μας ωθεί στο να επαναλάβουμε την πράξη όταν ξαναβρεθούμε σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Γίνεται δηλαδή μια σύνδεση στο μυαλό μας, η οποία με τη βοήθεια της επανάληψης υιοθετείται ως σταθερή συμπεριφορά. Αλλά και η ψυχαναλυτική κατεύθυνση μπορεί να δώσει μια ερμηνεία σε αυτή την κατάσταση. Οι ψυχαναλυτές συνδέουν τη λήψη τροφής με αισθήματα ευδαιμονίας και ασφάλειας. Στο στοματικό στάδιο, που αποτελεί το πρώτο ψυχοσεξουαλικό στάδιο ανάπτυξης του ατόμου, δημιουργείται αυτή η ταύτιση, που ξεκινά από το μητρικό θηλασμό και συνεχίζει και με τη μετέπειτα λήψη τροφής, που δίνεται από τα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντος του μωρού. Όταν η μητέρα, για παράδειγμα, ικανοποιεί την ανάγκη του βρέφους για λήψη τροφής, πραγματοποιείται μια σύνδεση μεταξύ αυτού και της ικανοποίησης της ανάγκης για ασφάλεια και συναισθηματική πληρότητα.
            Πέρα από θέματα άγχους κάτι πολύ συχνό που παρατηρείται σε συνδυασμό με την παχυσαρκία είναι καταθλιπτικά συμπτώματα. Μπορεί να αφορούν έλλειψη διάθεσης και ενδιαφέροντος, διαταραχές ύπνου κτλ. Παράλληλα εντοπίζεται μια  αρνητική αυτοεικόνα του ατόμου. Το άτομο κάνει αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του και την παρούσα κατάσταση, τους άλλους και το μέλλον. Αυτές οι σκέψεις συνήθως είναι μη ρεαλιστικές, αλλά το άτομο αυτό δεν μπορεί εύκολα να το κατανοήσει. Παρατηρείται, επίσης, μια τάση αυτοτιμωρίας, που συνήθως λειτουργεί ως επιβεβαίωση σε αρνητικά μηνύματα που έχει λάβει κανείς σε μικρή ηλικία από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του. Μπορεί ως παιδί να είχε ακούσει ότι «Δεν είναι όμορφος, ή ότι δεν έιναι ικανός για τίποτα ή ότι κανείς δεν τον θέλει κτλ.». Αυτά τα μηνύματα εσωτερικεύτηκαν τότε και ως μετέπειτα ενήλικας έμαθε να τα επιβεβαιώνει στη διάρκεια της ζωής του, κάτι που τον κάνει να αισθάνεται αδύναμος. Μιλάμε λοιπόν για ένα φαύλο κύκλο που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτό και ενισχύεται πολλές φορές και από τον κοινωνικό περίγυρο, με διαφόρων ειδών αρνητικά σχόλια. Μάλιστα, ο παχύσαρκος πολλές φορές φτάνει σε σημείο να αποφεύγει κοινωνικές συναναστροφές ή ευχάριστες δραστηριότητες (πχ: γυμναστική, διασκέδαση, μπάνιο στη θάλασσα, σεξ κτλ.) και να αισθάνεται ντροπή.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται πιο ξεκάθαρο και το γιατί δεν πετυχαίνουν οι περισσότερες προσπάθειες για δίαιτα. Κάθε άνθρωπος για να βάλει ένα στόχο και να τον πετύχει χρειάζεται υποστήριξη πρώτα από τον ίδιο του τον εαυτό και αργότερα από τον περίγυρο του. Όταν αυτά απουσιάζουν ή υστερούν πως θα μπορέσει να τα καταφέρει; Όταν το συνειδητό του κομμάτι έχει βρει κίνητρα για να αδυνατίσει, αλλά το ασυνείδητο παραμένει προσκολλημένο σε αρνητικές πεποιθήσεις, πως θα καταφέρει να επιλύσει τη σύγκρουση; Νιώθει ματαίωση, η οποία μάλιστα είναι επαναλαμβανόμενη και συνοδεύεται από θυμό, αδυναμία, απογοήτευση και σκέψεις ανημπόριας. Έτσι ο προαναφερόμενος φαύλος κύκλος ενισχύεται και από την αποτυχία των προσπαθειών. Οι αποτυχημένες απόπειρες για δίαιτα διαδέχονται η μια την άλλη και όλη αυτή η επαναληψιμότητα ενισχύει την αρνητική αυτοεικόνα.
            Στην παχυσαρκία η καλύτερη προσέγγιση είναι η συνθετική, δανειζόμενη στοιχεία από διαφορετικές ψυχοθεραπευτικές κατευθύνσεις. Μεγάλη σημασία δίνεται στη θεραπευτική σχέση, η οποία θα παρέχει στο θεραπευόμενο τα συναισθήματα ασφάλειας και αποδοχής που πιθανόν δε βιώνονται σε σημαντικό βαθμό στην καθημερινότητά του. Επίσης, η επιθυμητή αλλαγή θα έρθει σταδιακά, ώστε να μην είναι απειλητική για το θεραπευόμενο. Μην ξεχνάμε, ότι στις περισσότερες διαταραχές υπάρουν δευτερογενή οφέλη ( όπως για παράδειγμα η στροφή της προσοχής του εξωτερικού περιβάλλοντος σε κείνον) που κρατούν το θεραπευόμενο δέσμιο σ’ αυτές. Αυτά τα δευτερογενή οφέλη χρειάζεται να κατανοηθούν και να αντικατασταθούν από θετικές και λειτουργικές σκέψεις.

Θεωρίες δεσμού και κατάθλιψη

Από τη στιγμή της γέννησης (ερευνητές υποστηρίζουν ότι και κατά τη διάρκεια της ενδομητρικής ζωής) το άτομο έχει την ανάγκη οικοδόμησης ενός ασφαλούς δεσμού. Το βρέφος στρέφεται στη μητέρα-τροφό (αλλά και στα υπόλοιπα πρότυπα του άμεσου περιβάλλοντός του) ζητώντας την ικανοποίηση των αναγκών του. Σε αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση από τα πρότυπα αυτά. Αν εισπράξει τροφή, αγάπη και περιποίηση θα αισθανθεί ασφάλεια και εμπιστοσύνη απέναντί τους. Αυτό είναι ένας ασφαλής δεσμός που βιώνει κανείς ήδη από τη βρεφική ηλικία.
 Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν παραμελούνται οι ανάγκες του, το βρέφος εμφανίζει δυσπιστία και καχυποψία απέναντι στους άλλους.
Αυτός ο ασφαλής δεσμός αποτελεί την βάση για την καλή αυτοεκτίμηση του ατόμου. Πέρα από τη σχέση με άτομα του άμεσου περιβάλλοντος (π.χ. γονέας, σύντροφος) ο δεσμός αυτος μπορεί να ανπτυχθεί και με κάποιο ρόλο, θέση ή δεξιότητα. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το επάγγελμα και η εργασία του ατόμου. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν διαλυθεί κάποιος από τους ασφαλείς δεσμούς του. Αυτό συνεπάγεται μια απώλεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα  και στην κατάθλιψη.
Τη στιγμή της απώλειας το άτομο εισέρχεται σε μια περίοδο πένθους κατά τη διάρκεια του οποίου κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να επαναφέρει τον ασφαλή δεσμό που έχασε. Μια από αυτές τις προσπάθειες είναι η άρνηση του γεγονότος (ουσιαστικά η άρνηση της απώλειας). Η άρνηση μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι ο ασφαλής δεσμός μας δεν διαλύθηκε και μπορεί να φανεί χρήσιμη τον πρώτο καιρό είτε για να έχει το άτομο τη δυνατότητα να ασχοληθεί με διαδικαστικά θέματα (π.χ. οργάνωση κηδείας αγαπημένου προσώπου), είτε για να αποφευχθούν ακραίες αντιδράσεις (π.χ. απόπειρα αυτοκτονίας).
Το επόμενο στάδιο της άρνησης αφορά τη συνειδητοποίηση του γεγονότος της απώλειας. Εδώ παρατηρείται συναισθηματικό μούδιασμα αλλά και άλλη μία προσπάθεια επανένωσης με το δεσμό μέσα από τη δημιουργία εναλλακτικών σεναρίων. Τα σενάρια ξεκινούν με υποθετικές φράσεις (π.χ. Αν δεν είχα αντιδράσει έτσι…) και πάντα καταλήγουν στο ότι η έκβαση θα ήταν διαφορετική κι ο δεσμός δε θα χανόταν. Εδώ λειτουργεί η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που συναντάμε στην ανθρώπινη φύση. Αφορά μια ψευδαίσθηση που ξεκινά από την βρεφική ηλικία (παντοδυναμία του βρέφους απέναντι στο άμεσο περιβάλλον του). Στην ενήλικη ζωή παρουσιάζεται διατομικά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η πεποίθηση ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο διπλανός μας δε θα συμβεί ποτέ σε μας, γιατί η μοίρα μας ελέγχεται αποκλειστικά από μαςκαι μόνο εμείς αποφασίζουμε γι΄αυτήν. Όταν όμως φτάνει η στιγμή που η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας κλονίζεται, τότε έρχεται η κατάρρευση και η βαθιά θλίψη και συνειδητοποίηση της ανθρώπινης φύσης και των πεπερασμένων δυνατοτήτων της. Το τραγικό κομμάτι της σύναψης δεσμών είναι ο αναγκαστικός αποχωρισμός των αγαπημένων με τη διάλυσή τους.
Αυτή η διαδικασία του πένθους παρουσιάζει πολλά κοινά με την κατάθλιψη. Μάλιστα η τελευταία σχετίζεται άμεσα με το πένθος για μια τωρινή απώλεια ή ακόμα και για μια απώλεια του παρελθόντος που δεν αντιμετωπίστηκε τότε και με την κατάλληλη αφορμή επιστρέφει στην επιφάνεια. Μάλιστα έρευνες δείχνουν ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται και σε ανασφαλείς δεσμούς, όχι μόνο σε αυτούς που έληξαν αλλά και σε ήδη υπάρχοντες, όπως για παράδειγμα οι χειριστικές σχέσεις, όπου ο ένας σύντροφος αναλαμβάνοντας το ρόλο του θύματος μέσα από τη μιζέρια του το θύτη (σχέση κυριαρχίας-υποτέλειας).
Αλλά με τον ίδιο τρόπο που το άτομο ξεπερνάει τα στάδια του πένθουςκαι επανέρχεται με τη δημιουργία νέων, ασφαλών δεσμών, έτσι αντιμετωπίζει και την κατάθλιψη. Μόλις εσωτερικεύσει το «αντικείμενο» (ψυχαναλιτικός όρος που αφορά το άτομοή το ρόλο που έχασε) και την αίσθηση ότι συνεχίζει να ζει μέσα του και συνειδητοποιήσει ότι η απώλεια δεν είναι αναστρέψιμη σταδιακά επανέρχεται στους τομείς της ζωής του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ψυχοθεραπεία ατόμων με μελαγχολία ή κατάθλιψη όπου ο θεραπευόμενος μέσα από τον ασφαλή δεσμό με το θεραπευτή αντιμετωπίζει τα συναισθήματα του φόβου, της απόγνωσης και του θυμού και σταδιακά ξεκινάει μια νέα ζωή.

Η έννοια της κατάθλιψης

Η κατάθλιψη αποτελεί μια όλο και πιο συχνά εμφανιζόμενη διαταραχή, που παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα κλινικών τύπων και κατηγοριών. Επιδημιολογικά, φαίνεται ότι στις γυναίκες εμφανίζεται πιο συχνά από ότι στους άντρες και ότι ο αριθμός των νοσούντων στην κοινότητα είναι περίπου δεκαπλάσιος των νοσηλευομένων. Σύμφωνα με το DSM-IV κάποια από τα βασικά συμπτώματα της είναι η απώλεια της ευχαρίστησης και η μείωση του ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, το άγχος, οι διαταραχές ύπνου, όρεξης, η κόπωση, η μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, η απαισιοδοξία, η δυσκολία στη συγκέντρωση, τα αισθήματα ενοχής και οι αυτοκτονικές ιδέες. Διαπιστώνονται δυσλειτουργικές σκέψεις και γνωστικά-διεργαστικά λάθη, που συνήθως αφορούν το άτομο, το περιβάλλον του και το μέλλον.
 Η θεραπεία της μπορεί να είναι συνδυαστική και να περιλαμβάνει και φαρμακευτική αγωγή (που χορηγείται μόνο από γιατρό), εκτός από την ψυχοθεραπεία. Στόχος της είναι η ανασκόπηση του παρελθόντος και του παρόντος, ώστε να ανευρεθούν τα αίτια της διαταραχής, αλλά και η γνωσιακή αναδόμηση. Έμφαση δίνεται και στις σκέψεις για το μέλλον. Επικρατέστερη για τη θεραπεία της κατάθλιψης είναι η γνωσιακή ψυχοθεραπεία. Χρησιμοποιούνται τεχνικές για την τροποποίηση των αρνητικών γνωστικών σχημάτων, παρέχονται κίνητρα για επαναφορά στη λειτουργικότητα, βελτιώνεται η αυτοεικόνα του ατόμου, προγραμματίζονται δραστηριότητες και τίθενται σταδιακοί στόχοι παράλληλα με τη δημιουργία πλάνου αυτορρύθμισης. Η σκέψη επικεντρώνεται στον εαυτό αλλά και στις αντιλήψεις για τους σημαντικούς άλλους.

Κρίσεις πανικού

Έπαθα κρίση πανικού…Μια φράση που στις μέρες μας ακούμε ολοένα και συχνότερα. Σε μια εποχή, όπου το άγχος συντροφεύει την καθημερινότητά μας, η φράση αυτή μοιάζει ολοένα και πιο γνώριμη. Απασχολεί το 2-4% του πληθυσμού, κυρίως γυναικείου φύλου και εκδηλώνεται από την εφηβεία μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Μια τέτοια κρίση διαρκεί περίπου δέκα λεπτά και συνοδεύεται από πληθώρα συμπτωμάτων που θέτουν όλο τον οργανισμό σε εγρήγορση. Αυτά μπορεί να είναι ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρέμουλο, αίσθημα αστάθειας, ζαλάδας, πόνος στο στήθος, αίσθηση ότι προσωρινά χάνεσαι από την πραγματικότητα, αποπροσωποποίηση κτλ. Μπορεί να συμβεί σε διάφορες καταστάσεις όπως η είσοδος σε μέρη που έχει πολύ κοσμό, σε κλειστούς χώρους, στο αυτοκίνητο την ώρα που οδηγείς, ακόμα και στο σπίτι. Συνήθως συνδέεται με κάποιο ερέθισμα που τη βοηθάει να εκδηλωθεί.   
Τα αίτια για την πρώτη εκδήλωση μιας κρίσης πανικού μπορεί να αφορούν κληρονομικότητα (οικογενειακό ιστορικό με κρίσεις πανικού ή κατάθλιψη), ιατρικές παθήσεις (πχ: υπερθυρεοειδισμός), λήψη ουσιών (πχ: φάρμακα, καφεϊνη) αλλά και ψυχολογικές αιτίες. Όσον αφορά το ψυχολογικό κομμάτι αυτό που παρατηρείται συχνά είναι μια αυτοεικόνα που μπορεί να χαρακτηριστεί από έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό και στις δυνατότητες του ατόμου, αίσθημα αδυναμίας, έλλειψη δεξιοτήτων διεκδικητικότητας (ικανότητα εκφράσης προσωπικών αναγκών με παράλληλο σεβασμό των αναγκών του άλλου) αλλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής ειδικά αυτά που σχετίζονται με διαχείριση απώλειας ή χωρισμού.
Αυτό που πυροδοτεί αλλά και ταυτόχρονα συντηρεί μια κρίση πανικού είναι ο «φόβος του φόβου». Όταν για παράδειγμα ένα άτομο παθαίνει κρίση όταν βρίσκεται σε χώρο με πολύ κόσμο σκέφτεται ότι η καλύτερη λύση για να σταματήσει να το νιώθει είναι να μην ξαναπάει σε ένα τέτοιο μέρος. Σταδιακά μαθαίνει να αποφεύγει τα μέρη με πολύ κόσμο και σιγά σιγά αυτό εδραιώνεται και μπορεί να εξελιχθεί και να γενικευτεί. Τη στιγμή της αποφυγής το άτομο αισθάνεται ανακούφιση γιατί τον εγκαταλείπουν τα συμπτώματα του πανικού (τα οποία είναι δυσάρεστα), αλλά μακροπρόθεσμα αυτό οδηγεί σε περιορισμό των δραστηριοτήτων και της λειτουργικότητας. Οπότε αυτό που τελικά φοβάται δεν είναι η ίδια η κατάσταση (πχ:μέρος με πολύ κόσμο), αλλά τα συμπτώματα που μπορεί να του προκαλέσει. Μάλιστα, μπορεί ένα άτομο που αρχικά αποφεύγει τους κλειστούς χωρους να γενικεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε από ένα σημείο και μετά να αποφεύγει γενικά τις εξόδους από το σπίτι και να προτιμά να μένει σε αυτό επειδή μονάχα εκεί αισθάνεται ασφάλεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο φόβος δεν έιναι μονοδιάστατος, αλλά έχει τρεις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά την απώλεια της σωματικής υγείας, καθώς η κρίση πανικού συνοδεύεται από μια ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων. Αυτό γεννά ανησυχίες για τη γενικότερη εικόνα της υγείας. Μάλιστα, είναι πλέον κοινός τόπος να απευθύνεται κενείς σε μια σειρά γιατρών (πχ: παθολόγοι, ενδοκρινολόγοι, καρδιολόγοι κτλ.), πρώτου χτυπήσει την πόρτα του ψυχολόγου. Η δεύτερη αφορά το αίσθημα απώλειας ελέγχου του μυαλού, καθώς σκέψεις όπως «θα τρελαθώ», γίνονται τη στιγμή εκείνη και μάλιστα δείχνουν τη σύγχυση που αισθάνεται το άτομο. Σε αυτό το αίσθημα συμβάλλουν και η αποπροσωποποίηση και αποπραγματοποίηση που βιώνει εκείνη τη στιγμή. Η τρίτη αφορά το κοινωνικό κομμάτι και μάλιστα τις αντιδράσεις των άλλων, είτε αυτό αφορά τις σκέψεις τους, είτε την εξωτερική τους συμπεριφορά. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο φόβος ότι θα τραβήξει τα βλέματα πάνω του και θα γίνει ρεζίλι, ότι οι άλλοι θα σκεφτούν αρνητικά γι αυτόν, αλλά παρόλα αυτά δε θα τον βοηθήσει κανείς ακόμα κι αν λιποθυμήσει μπροστά τους.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι μια κρίση πανικού είναι μια δυσάρεστη εμπειρία και αυτό δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό και την προσπάθεια του ατόμου να μην την ξαναπάθει. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, σημαντικό ρόλο παίζουν οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις του, που είναι σε αρκετό βαθμό δυσλειτουργικές. Αυτές οι σκέψεις συνήθως είναι μη ρεαλιστικές και αφορούν άκρα (πχ: τέλειος – άχρηστος). Συνήθως δεν αφήνουν περιθώρια για μια περισσότερο αντικειμενική θεώρηση. Παράλληλα, μπορεί να εκφράζουν επιθυμίες που είναι ανέφικτες και το άτομο να πιέζεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς προσπαθεί να ικανοποιήσει κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί (πχ: θέλω να με συμπαθούν όλοι). Άλλες φορές είναι τελειοθηρικές και δεν αφήνουν περιθώρια ικανοποίησης από επιτεύγματα, καθώς ότι και να κάνει το άτομο του φαίνεται λίγο μπροστά στο «τέλειο». Αυτές οι σκέψεις δεν αποτελούν αφορμή για την εκδήλωση πανικού, αλλά δημιουργούν δυσάρεστα συναισθήματα άγχους και ανικανοποίητου, τα οποία με τη βοήθεια των κατάλληλων ερεθισμάτων μπορούν να εξελιχθούν σε κρίσεις πανικού.
Η θεραπεία των κρίσεων πανικού περιλαμβάνει στάδια και χρειάζεται τουλάχιστον 20-25 συνεδρίες (όταν δεν υπάρχει συνοσηρότητα με άλλες διαταραχές). Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως υπάρχει συνοσηρότητα, ειδικά με αγοραφοβία και κατάθλιψη. Αρχικά ο θεραπευόμενος εξοικειώνεται με το ρόλο του ψυχολόγου, τη διαδικασία, αλλά και τη φύση της διαταραχής για να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει. Πολλές φορές μάλιστα ενθαρρύνεται και να διαβάσει βιβλία σχετικά με αυτήν για καλύτερη ενημέρωση. Έπειτα ο θεραπευτής προσπαθεί να κατανοήσει πως βιώνει ο θεραπευόμενος το «πρόβλημα» του, πόσο τον επηρεάζει στην καθημερινότητα, πόσο λειτουργικός είναι κτλ. Παράλληλα, εντοπίζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, έτσι ώστε να δει τι μπορεί να τροποποιηθεί και με ποια σειρά. Έπειτα ο θεραπευόμενος αρχίζει να εκτίθεται σε αυτά που τον φοβίζουν, σταδιακά και με καθοδήγηση. Σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια έχει συνεχή ενίσχυση και υποστήριξη από το θεραπευτή του για τη συνέχιση της αλλά και για την αντιμετώπιση πιθανών εμποδίων που θα παρουσιαστούν. Τέλος, γίνεται γνωσιακή αναδόμηση, όπου προσπαθούν να αμφισβητηθούν και να τροποποιηθούν οι δυσλειτουργικές του πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό. Όταν ολοκληρωθεί και αυτό το στάδιο ο θεραπευόμενος προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση μελλοντικών προβλημάτων και αποφασίζεται από κοινού η αραίωση των συναντήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι καμία θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική αν δε δημιουργηθεί μια ζεστή θεραπευτική σχέση, η οποία θα κάνει το θεραπευόμενο να αισθανθεί άνετα και να εκφραστεί ελέυθερα. Η άνευ όρων αποδοχή του από το θεραπευτή είναι επίσης αναγκαία, καθώς και η απουσία κριτικής διάθεσης. Τέλος, ο θεραπευόμενος πρέπει να αισθανθεί ότι ο θεραπευτής προσπαθεί να έρθει στη θέση του και ότι συνεργάζονται για να πετύχουν έναν κοινό στόχο.
Τέλος, όσο πιο συντόμα απευθυνθεί κανείς σε κάποιον ειδικό, τόσο πιο καλή είναι και η πρόγνωση της θεραπείας. Ευτυχώς στην εποχή μας τα «ταμπού» σχετικά με το ρόλο του ψυχολόγου έχουν καταργηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και οι άνθρωποι πλέον έχουμε αντιληφθεί τη σημαντικότητα της διατήρησης της ψυχικής μας υγείας.